Ελληνική Μυθολογία αδελφών Στεφανίδη,
βιβλίο αρ.4 Σειρά Α: Παραμυθένιος Όλυμπος
Ηλικία: 6-12 Πλήρως εικονογραφημένο
Δήμητρα και Περσεφόνη. Ο Ερυσίχθονας σκοτώνει τα δέντρα. Άρτεμη, Ιππόλυτος και Φαίδρα. Ακταίωνας.
Η Αρπαγή της Περσεφόνης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στεφανίδη και στα αγγλικά με τον τίτλο:
Ηλικία: 6-12 Πλήρως εικονογραφημένο
Δήμητρα και Περσεφόνη. Ο Ερυσίχθονας σκοτώνει τα δέντρα. Άρτεμη, Ιππόλυτος και Φαίδρα. Ακταίωνας.
Η Αρπαγή της Περσεφόνης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στεφανίδη και στα αγγλικά με τον τίτλο:
The Myth of Persephone.ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
Δήμητρα
(...) Χρόνο για χάσιµο δεν είχε η καλή θεά. Ντύθηκε γρήγορα σαν απλή γυναίκα, µπερδεύτηκε µε τους θνητούς κι άρχισε τη δουλειά.
Δύσκολη δουλειά! Δεν µπορούσαν να καταλάβουν εύκολα οι άνθρωποι. Πολλές φορές έσκαβε µόνη της, φύτευε, πότιζε, σκάλιζε, κι όλο έδειχνε τη δουλειά της, κι όλο µιλούσε. Και πόσες δυσκολίες δε συνάντησε. Πολλοί την κορόιδευαν. Ενώ ήταν κουτοί έκαναν τον έξυπνο. Την έλεγαν τρελή και έλεγαν πως έτσι είναι ο κόσµος φτιαγµένος απ’ τους θεούς και πως δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Οι πιο γνωστικοί όµως, παρακολουθούσαν µε προσοχή, βλέπανε πως τους έλειπαν γνώσεις, πως µαθαίνανε καινούρια πράγµατα και ριχτήκανε στη δουλειά.
Και η ανταµοιβή δεν άργησε. Πόσο πιο πλούσιο ήταν τώρα το στάχυ που βγήκε από το σπόρο που φύτεψαν οι ίδιοι! Και πόσο πιο µεγάλη ήταν η χαρά που έδινε αυτό το ποτισµένο µε ιδρώτα χωράφι µε τα γυρτά απ’ τον πολύ καρπό στάχυα!
Τώρα πια φαινόταν καθαρά ποιο ήταν το σωστό και σιγά σιγά όλοι άρχισαν να καλλιεργούν τη γη. Σταµάτησαν να γυρνούν µέσα στα δάση ψάχνοντας για καρπούς. Άρχισαν να χτίζουν σπίτια κι ολόκληρα χωριά, απόχτησαν κατοικίδια ζώα, έµαθαν τέχνες και γράµµατα, έχτισαν πολιτείες που τις στόλισαν µε ωραία έργα, ναούς και αγάλµατα. Έτσι ήρθε ο πολιτισµός και θα ’ρχόταν και µια σταθερή ειρήνη αν ο Άρης, αυτός ο αιµοχαρής θεός του πολέµου, δεν έσπρωχνε τους ανθρώπους στον πόλεµο. Αλλά τώρα η δουλειά του γινόταν δύσκολη, γιατί ο νέος τρόπος ζωής έκανε τους ανθρώπους να µισούν τον πόλεµο σαν τη µεγαλύτερη κατάρα του κόσµου. (...)
(... ) Η Περσεφόνη έπαιζε και µάζευε λουλούδια µαζί µε τις φιλενάδες της, τις Ωκεανίδες, στην ανθισµένη κοιλάδα της Νύσσας. Ήταν όλα τόσο όµορφα: τα µυρωδάτα λουλούδια, τα πράσινα δέντρα, τα πουλιά που κελαηδούσαν, τα νερά που κελάρυζαν. Μεθυσµένη απ’ την τόση οµορφιά η Περσεφόνη έτρεχε σαν πεταλούδα από λουλούδι σε λουλούδι, χωρίς να καταλάβει πως ξεµάκρυνε από τις φίλες της. Και ενώ έτσι αµέριµνη χαιρόταν την όµορφη φύση, κάπου εκεί κοντά παραµόνευε, κρυµµένος σε µια σχισµή της γης, ο Πλούτωνας, ο βασιλιάς του Άδη. Κάποια στιγµή τράβηξε την προσοχή της Περσεφόνης ένας ωραίος µυρωδάτος νάρκισσος που µόλις είχε ανοίξει τα πέταλά του. Τον έκοψε και τον έφερε στο πρόσωπό της για να µυριστεί το όµορφο λουλούδι. Πεντάµορφη ήταν πάντα η Περσεφόνη, µα εκείνη τη στιγµή ήταν ακόµα οµορφότερη. Και ο Πλούτωνας τότε, δεν κρατήθηκε άλλο. Δίνει µια και σχίζει τη γη και ξεπροβάλλει ολόκληρος στο φως µε το χρυσό του άρµα και τα αθάνατα κατάµαυρα άλογα του Άδη. Στη στιγµή αρπάζει την Περσεφόνη πάνω στο άρµα του. «Μάνα, µ’ αρπάζουν!», µόλις που πρόλαβε να ξεφωνίσει σπαράζοντας η κόρη και γρήγορα ξαναχάθηκαν όλοι µέσα στη σκοτεινή γη, γιατί τα άλογα του Πλούτωνα δεν µπορούσαν ν’ αντικρίζουν το φως της ηµέρας που τα θάµπωνε. (...)
Άρτεμις
(...) Από την εποχή ακόµα του τροµερού Κρόνου, υπήρχε ένας νόµος που έλεγε πως όποιος άνθρωπος δει ένα θεό χωρίς ο ίδιος ο θεός να το θελήσει, ο άνθρωπος αυτός έπρεπε να πεθάνει. Άδικος νόµος και η αυστηρή Άρτεµη τον εφάρµοσε µε αδικαιολόγητη οργή στην περίπτωση του Ακταίωνα που είδε τη θεά, χωρίς ο δύστυχος να το θέλει, την ώρα που έπαιρνε το µπάνιο της...
Αυτό έγινε µια ζεστή καλοκαιριάτικη µέρα. Η Άρτεµη και η συντροφιά της, όλες νύµφες του δάσους, ζεστάθηκαν πολύ και θέλησαν να κάνουν ένα µπάνιο για να δροσιστούν. Η θεά όµως ποτέ δεν έπαιρνε το µπάνιο της στη θάλασσα ή σε ποτάµι, σε λίµνη ή σε πηγή, γιατί φοβόταν µην τη δει κάποιο αδιάκριτο µάτι. Και πραγµατικά ως τώρα, κανένας, ούτε θεός ούτε άνθρωπος, δεν είδε ποτέ τη θεά να λούζεται. Έτσι η Άρτεµη πήγε µε την παρέα της να δροσιστεί στα νερά κάποιας σπηλιάς, χαµένης πάνω στον καταπράσινο Κιθαιρώνα. Όλη η συντροφιά άφησε τα ρούχα της στα βράχια και µε χαρούµενες φωνές έπεσε στο καθαρό σαν κρύσταλλο νερό. Πρώτη έπεσε η Άρτεµη και σαν να ήταν µικρή παιδούλα έπαιζε και χαιρόταν το δροσερό νερό. Την ακολούθησαν οι νύµφες και τώρα όλες µαζί παίζανε και γελούσαν ξένοιαστα και χαρούµενα.
Εκείνη την ώρα γυρνούσε κατά τύχη σε εκείνα τα µέρη µια παρέα κυνηγών. Ανάµεσά τους ήταν κι ο Ακταίωνας, το ωραίο βασιλόπουλο της Θήβας. Ο Ακταίωνας είχε προχωρήσει πιο πολύ απ’ τους άλλους και επειδή δίψασε, έψαχνε για νερό. Ξαφνικά είδε την είσοδο µιας σπηλιάς. Ήταν η σπηλιά που µέσα ήταν η Άρτεµη. Άφησε έξω τα σκυλιά του και µπήκε για να βρει νερό. Σαν προχώρησε λίγο, άκουσε παιχνιδίσµατα νερού και κοντοστάθηκε σκεφτικός.
«Μη, Ακταίωνα, µην προχωρείς άλλο», σαν να του ’λεγε κάτι, «πού ξέρεις ποιος είναι στη σπηλιά και θυµήσου το νόµο του Κρόνου». Ο Ακταίωνας όµως προχώρησε και ξαφνικά, στο γύρισµα ενός βράχου, βρέθηκε µπροστά στη θεϊκή συντροφιά. (...)
Έγραψαν:
Πλησιάζει το παιδί με όλα εκείνα τα στοιχεία που διακρίνουν τη γνήσια παιδική λογοτεχνία.Άγγελος Φουριώτης, εφημερίδα "Απογευματινή".
Αλλά εκείνο που γοητεύει περισσότερο είναι οι εικόνες, ωραιότατες σε σχέδιο και χρώμα, που διηγούνται κι αυτές τον μύθο με τη δική τους γλώσσα. Ελένη Ρηγοπούλου, εφημερίδα "Μακεδονία".
Η εικονογράφηση του ζωγράφου Γιάννη Στεφανίδη εντυπωσιάζει με την κλασική της γραμμή, το μοντέρνο ύφος και τη μελετημένη χρωματική σύνθεση. Περιοδικό "Ταχυδρόμος".
Η Ελληνική Μυθολογία των Αδελφών Στεφανίδη κυκλοφορεί μεταφρασμένη και στα αγγλικά. Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει μεταφρασμένη σε Αγγλία, Αυστραλία, Βραζιλία, Γερμανία, Εσθονία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδονησία, Ισπανία και Ισπανόφωνη Αμερική, Καναδά, Ν.Κορέα, Πορτογαλία, Σλοβακία.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
Εικονογράφηση: Γιάννης Στεφανίδης
Συγγραφέας: Μενέλαος Στεφανίδης
ISBN: 960-425-004-3
Σελίδες: 40
Εξώφυλλο: Έγχρωμο, σκληρό
Διαστάσεις: 21,5x29 εκ.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
Δήμητρα
(...) Χρόνο για χάσιµο δεν είχε η καλή θεά. Ντύθηκε γρήγορα σαν απλή γυναίκα, µπερδεύτηκε µε τους θνητούς κι άρχισε τη δουλειά.
Δύσκολη δουλειά! Δεν µπορούσαν να καταλάβουν εύκολα οι άνθρωποι. Πολλές φορές έσκαβε µόνη της, φύτευε, πότιζε, σκάλιζε, κι όλο έδειχνε τη δουλειά της, κι όλο µιλούσε. Και πόσες δυσκολίες δε συνάντησε. Πολλοί την κορόιδευαν. Ενώ ήταν κουτοί έκαναν τον έξυπνο. Την έλεγαν τρελή και έλεγαν πως έτσι είναι ο κόσµος φτιαγµένος απ’ τους θεούς και πως δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Οι πιο γνωστικοί όµως, παρακολουθούσαν µε προσοχή, βλέπανε πως τους έλειπαν γνώσεις, πως µαθαίνανε καινούρια πράγµατα και ριχτήκανε στη δουλειά.
Και η ανταµοιβή δεν άργησε. Πόσο πιο πλούσιο ήταν τώρα το στάχυ που βγήκε από το σπόρο που φύτεψαν οι ίδιοι! Και πόσο πιο µεγάλη ήταν η χαρά που έδινε αυτό το ποτισµένο µε ιδρώτα χωράφι µε τα γυρτά απ’ τον πολύ καρπό στάχυα!
Τώρα πια φαινόταν καθαρά ποιο ήταν το σωστό και σιγά σιγά όλοι άρχισαν να καλλιεργούν τη γη. Σταµάτησαν να γυρνούν µέσα στα δάση ψάχνοντας για καρπούς. Άρχισαν να χτίζουν σπίτια κι ολόκληρα χωριά, απόχτησαν κατοικίδια ζώα, έµαθαν τέχνες και γράµµατα, έχτισαν πολιτείες που τις στόλισαν µε ωραία έργα, ναούς και αγάλµατα. Έτσι ήρθε ο πολιτισµός και θα ’ρχόταν και µια σταθερή ειρήνη αν ο Άρης, αυτός ο αιµοχαρής θεός του πολέµου, δεν έσπρωχνε τους ανθρώπους στον πόλεµο. Αλλά τώρα η δουλειά του γινόταν δύσκολη, γιατί ο νέος τρόπος ζωής έκανε τους ανθρώπους να µισούν τον πόλεµο σαν τη µεγαλύτερη κατάρα του κόσµου. (...)
(... ) Η Περσεφόνη έπαιζε και µάζευε λουλούδια µαζί µε τις φιλενάδες της, τις Ωκεανίδες, στην ανθισµένη κοιλάδα της Νύσσας. Ήταν όλα τόσο όµορφα: τα µυρωδάτα λουλούδια, τα πράσινα δέντρα, τα πουλιά που κελαηδούσαν, τα νερά που κελάρυζαν. Μεθυσµένη απ’ την τόση οµορφιά η Περσεφόνη έτρεχε σαν πεταλούδα από λουλούδι σε λουλούδι, χωρίς να καταλάβει πως ξεµάκρυνε από τις φίλες της. Και ενώ έτσι αµέριµνη χαιρόταν την όµορφη φύση, κάπου εκεί κοντά παραµόνευε, κρυµµένος σε µια σχισµή της γης, ο Πλούτωνας, ο βασιλιάς του Άδη. Κάποια στιγµή τράβηξε την προσοχή της Περσεφόνης ένας ωραίος µυρωδάτος νάρκισσος που µόλις είχε ανοίξει τα πέταλά του. Τον έκοψε και τον έφερε στο πρόσωπό της για να µυριστεί το όµορφο λουλούδι. Πεντάµορφη ήταν πάντα η Περσεφόνη, µα εκείνη τη στιγµή ήταν ακόµα οµορφότερη. Και ο Πλούτωνας τότε, δεν κρατήθηκε άλλο. Δίνει µια και σχίζει τη γη και ξεπροβάλλει ολόκληρος στο φως µε το χρυσό του άρµα και τα αθάνατα κατάµαυρα άλογα του Άδη. Στη στιγµή αρπάζει την Περσεφόνη πάνω στο άρµα του. «Μάνα, µ’ αρπάζουν!», µόλις που πρόλαβε να ξεφωνίσει σπαράζοντας η κόρη και γρήγορα ξαναχάθηκαν όλοι µέσα στη σκοτεινή γη, γιατί τα άλογα του Πλούτωνα δεν µπορούσαν ν’ αντικρίζουν το φως της ηµέρας που τα θάµπωνε. (...)
Άρτεμις
(...) Από την εποχή ακόµα του τροµερού Κρόνου, υπήρχε ένας νόµος που έλεγε πως όποιος άνθρωπος δει ένα θεό χωρίς ο ίδιος ο θεός να το θελήσει, ο άνθρωπος αυτός έπρεπε να πεθάνει. Άδικος νόµος και η αυστηρή Άρτεµη τον εφάρµοσε µε αδικαιολόγητη οργή στην περίπτωση του Ακταίωνα που είδε τη θεά, χωρίς ο δύστυχος να το θέλει, την ώρα που έπαιρνε το µπάνιο της...
Αυτό έγινε µια ζεστή καλοκαιριάτικη µέρα. Η Άρτεµη και η συντροφιά της, όλες νύµφες του δάσους, ζεστάθηκαν πολύ και θέλησαν να κάνουν ένα µπάνιο για να δροσιστούν. Η θεά όµως ποτέ δεν έπαιρνε το µπάνιο της στη θάλασσα ή σε ποτάµι, σε λίµνη ή σε πηγή, γιατί φοβόταν µην τη δει κάποιο αδιάκριτο µάτι. Και πραγµατικά ως τώρα, κανένας, ούτε θεός ούτε άνθρωπος, δεν είδε ποτέ τη θεά να λούζεται. Έτσι η Άρτεµη πήγε µε την παρέα της να δροσιστεί στα νερά κάποιας σπηλιάς, χαµένης πάνω στον καταπράσινο Κιθαιρώνα. Όλη η συντροφιά άφησε τα ρούχα της στα βράχια και µε χαρούµενες φωνές έπεσε στο καθαρό σαν κρύσταλλο νερό. Πρώτη έπεσε η Άρτεµη και σαν να ήταν µικρή παιδούλα έπαιζε και χαιρόταν το δροσερό νερό. Την ακολούθησαν οι νύµφες και τώρα όλες µαζί παίζανε και γελούσαν ξένοιαστα και χαρούµενα.
Εκείνη την ώρα γυρνούσε κατά τύχη σε εκείνα τα µέρη µια παρέα κυνηγών. Ανάµεσά τους ήταν κι ο Ακταίωνας, το ωραίο βασιλόπουλο της Θήβας. Ο Ακταίωνας είχε προχωρήσει πιο πολύ απ’ τους άλλους και επειδή δίψασε, έψαχνε για νερό. Ξαφνικά είδε την είσοδο µιας σπηλιάς. Ήταν η σπηλιά που µέσα ήταν η Άρτεµη. Άφησε έξω τα σκυλιά του και µπήκε για να βρει νερό. Σαν προχώρησε λίγο, άκουσε παιχνιδίσµατα νερού και κοντοστάθηκε σκεφτικός.
«Μη, Ακταίωνα, µην προχωρείς άλλο», σαν να του ’λεγε κάτι, «πού ξέρεις ποιος είναι στη σπηλιά και θυµήσου το νόµο του Κρόνου». Ο Ακταίωνας όµως προχώρησε και ξαφνικά, στο γύρισµα ενός βράχου, βρέθηκε µπροστά στη θεϊκή συντροφιά. (...)
Έγραψαν:
Πλησιάζει το παιδί με όλα εκείνα τα στοιχεία που διακρίνουν τη γνήσια παιδική λογοτεχνία.Άγγελος Φουριώτης, εφημερίδα "Απογευματινή".
Αλλά εκείνο που γοητεύει περισσότερο είναι οι εικόνες, ωραιότατες σε σχέδιο και χρώμα, που διηγούνται κι αυτές τον μύθο με τη δική τους γλώσσα. Ελένη Ρηγοπούλου, εφημερίδα "Μακεδονία".
Η εικονογράφηση του ζωγράφου Γιάννη Στεφανίδη εντυπωσιάζει με την κλασική της γραμμή, το μοντέρνο ύφος και τη μελετημένη χρωματική σύνθεση. Περιοδικό "Ταχυδρόμος".
Η Ελληνική Μυθολογία των Αδελφών Στεφανίδη κυκλοφορεί μεταφρασμένη και στα αγγλικά. Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει μεταφρασμένη σε Αγγλία, Αυστραλία, Βραζιλία, Γερμανία, Εσθονία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδονησία, Ισπανία και Ισπανόφωνη Αμερική, Καναδά, Ν.Κορέα, Πορτογαλία, Σλοβακία.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
Εικονογράφηση: Γιάννης Στεφανίδης
Συγγραφέας: Μενέλαος Στεφανίδης
ISBN: 960-425-004-3
Σελίδες: 40
Εξώφυλλο: Έγχρωμο, σκληρό
Διαστάσεις: 21,5x29 εκ.